μακροβούτι, το, ουσ. [<μακρο- + βουτώ + κατάλ. -ι], το μακροβούτι. 1. αδίστακτη ενέργεια για την επίτευξη κάποιου σκοπού, ιδίως με αθέμιτα μέσα: «αυτός ο τύπος είναι μάνα στα μακροβούτια και πάντα πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει». 2. (για τιμές ή αξίες) ραγδαία πτώση: «το μακροβούτι των τιμών στο χρηματιστήριο έφερε πανικό στους μικροκαταθέτες»·
- κάνω μακροβούτι, α. βουτώ στη θάλασσα και διανύω μια απόσταση κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια του νερού: «ο κολυμβητής έκανε είκοσι μέτρα μακροβούτι». β. (για τιμές ή αξίες) παρουσιάζω ραγδαία πτώση: «οι τιμές στο χρηματιστήριο έκαναν μακροβούτι»·
- κάνω μακροβούτι σε θολά νερά, ενεργώ απερίσκεπτα, παράτολμα: «με την αναδουλειά που υπάρχει στην αγορά δεν έχω σκοπό να κάνω επέκταση στη δουλειά μου, γιατί δεν κάνω μακροβούτι σε θολά νερά».