μακαρόνι, το, ουσ. [<βενετ. macarone, πλ. macaroni], το μακαρόνι. 1. καθετί που είναι στενόμακρο: «μπήκαμε σ’ ένα διάδρομο του κτιρίου, που ήταν σαν μακαρόνι». 2. βρομιά που προέρχεται έπειτα από τρίψιμο του δέρματος και που παρουσιάζεται σαν μια μακρόστενη μάζα: «τρίψε τρίψε το μπράτσο του, έβγαλε ένα μακαρόνι να!»·
- άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «είσαι φτωχαδάκι και δεν μπορείς να συγκριθείς μαζί μου που είμαι λεφτάς, γιατί άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια». Για συνών. βλ. φρ. άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος·
- μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια, βλ. λ. πιρούνι·
- τον κόλλησε σαν μακαρόνι στον τοίχο, α. τον ξυλοφόρτωσε: «όταν νευρίασε ο δικός σου, τον άρπαξε στα χέρια του και τον κόλλησε σαν μακαρόνι στον τοίχο». β. τον κατανίκησε: «κάποια στιγμή θέλησαν να δούνε ποιος είναι ο πιο δυνατός και μόλις πιάστηκαν στα χέρια, ο τάδε τον κόλλησε σαν μακαρόνι στον τοίχο». Από την εικόνα της νοικοκυράς, που, όταν παλιότερα, ήθελε να διαπιστώσει αν είχαν βράσει καλά τα μακαρόνια, έπαιρνε ένα από τον τέντζερη και το τίναζε με δύναμη στον τοίχο. Αν το μακαρόνι δεν κολλούσε, τότε έπρεπε να βράσουν κι άλλο, ενώ, αν κολλούσε, ήταν έτοιμα για φαγητό. Συνών. τον κόλλησε σαν σκατό στον τοίχο.