λυτός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. λυτός <λύω]. 1. που δεν είναι δεμένος: «είχε λυτά τα
παπούτσια του, γιατί τον στένευαν || είχε λυτά τα μαλλιά της και ανέμιζαν στον
αέρα». 2. που είναι ελεύθερος από δεσμά: «μόλις τον άφησαν λυτό, τους
την κοπάνησε»·
- αμόλησε
λυτούς και δεμένους, βλ. συνηθέστ. έβαλε λυτούς και δεμένους·
-
έβαλε λυτούς και δεμένους, επιστράτευσε
όλα τα μέσα, όλες τις γνωριμίες που διέθετε για να βρει κάποιον ή για να
πετύχει κάτι: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός που έδειρε τον αδερφό του, έβαλε
λυτούς και δεμένους για να τον βρουν || έβαλε λυτούς και δεμένους για να
διορίσει το γιο του στο δημόσιο».