λούσιμο, το, ουσ. [<μσν. λούσιμον, από το θέμα αορ. του ρ. λούζω + κατάλ. -ιμον], το λούσιμο· η έντονη επίπληξη, η κατσάδα: «δε θα το γλιτώσεις το λούσιμο απ’ το διευθυντή, που άργησες πάλι στη δουλειά». Υποκορ. λουσιματάκι, το·
- έφαγα ένα λούσιμο, με επέπληξαν έντονα, με κατσάδιασαν: «έκανα μια βλακεία στη δουλειά κι έφαγα ένα λούσιμο απ’ το διευθυντή μου, που το φυσάω και δεν κρυώνει»·  
- του ρίχνω ένα λούσιμο, βλ. φρ. του τραβώ ένα λούσιμο·
- του τραβώ ένα λούσιμο, τον επιπλήττω έντονα, τον κατσαδιάζω: «τον τσάκωσε τ’ αφεντικό του να κάνει κοπάνα και του τράβηξε ένα λούσιμο, που ήταν όλο δικό του».