λουκουμάς, ο, ουσ. [<τουρκ. lokma], ο λουκουμάς. 1. αυτός που είναι μαλθακός: «πώς να σηκώσεις τόσο βάρος, ρε λουκουμά!». 2. αυτός που είναι ανόητος, βλάκας: «πόσες φορές πρέπει να στο πω, ρε λουκουμά, για να το καταλάβεις!»·
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. λ. μάτι·
- μου ’ρθε λουκουμάς, βλ. συνηθέστ.  μου ’ρθε λουκούμι, λ. λουκούμι·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- στραβοχυμένος λουκουμάς, (ειρωνικά) άνθρωπος με άσχημο πρόσωπο και ασύμμετρο κορμί, άνθρωπος ασουλούπωτος: «για δες αυτόν το στραβοχυμένο λουκουμά τι γκομενάρα συνοδεύει! || τη συνόδευε ένας τύπος, που ήταν σαν στραβοχυμένος λουκουμάς».