λότος, ο, ουσ. [<ιταλ. lotto], η λοταρία, (βλ. λ.)· το λαχείο: «κέρδισα στο λότο ένα αυτοκίνητο»·
- βάζω στο λότο, βλ. φρ. βγάζω στο λότο·
- βγάζω στο λότο, α. κληρώνω κάποιο αντικείμενο με το σύστημα των λαχνών: «έβγαλα στο λότο ένα αυτοκίνητο». β. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή: «έβγαλε στο λότο ένα παλιό ζωγραφικό πίνακα, γιατί είχε μεγάλη ανάγκη από λεφτά». Από την εικόνα του ατόμου που σε κάποια λαχειοφόρο αγορά πουλάει όσο όσο τους λαχνούς που δεν έχουν μέχρι στιγμής πουληθεί και ούτε πρόκειται να πουληθούν.