λογισμός, ο, ουσ. [<αρχ. λογισμός], ο λογισμός· η σκέψη, το μυαλό, συνήθως σε συνδυασμό με το νου. (Λαϊκό τραγούδι: τα ματόκλαδά σου γέρνεις, βρε, νου και λογισμό μου παίρνεις
- υστερνέ μου λογισμέ να σ’ είχα πρώτα! βλ. συνηθέστ. στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα! λ. γνώση.