λιμάνι, το, ουσ. [<τουρκ. liman <μτγν. ελλην. λιμένιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λιμήν], το λιμάνι. 1. το άσυλο, το καταφύγιο ή το πρόσωπο στο οποίο νιώθει κανείς ασφάλεια: «όταν αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα, δεν το κουνάει από το οικογενειακό του λιμάνι || δε φοβάμαι τίποτα στη ζωή, γιατί έχω τη γυναικούλα μου, που είναι το λιμάνι μου». (Λαϊκό τραγούδι: μα η τρελή αγάπη μας είναι για μας λιμάνι αφού κι οι δυο ατυχήσαμε στο πρώτο μας στεφάνι). Υποκορ. λιμανάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: φιλώ το στόμα σου κοιτώ τα μάτια σου και δε χορταίνω και στης αγκαλιάς σου το λιμανάκι πάντα θα μένω). 2. το λιμάνι του Πειραιά και, κατ’ επέκταση, ο Πειραιάς. Πρβλ.: Τζιοβάνι, Τζιοβάνι, για πάντα στο λιμάνι (σύνθημα των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού). Από το ότι εκεί βρίσκεται το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας·
- άνθρωπος του λιμανιού, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζει τη βάρκα στο λιμάνι, βλ. λ. βάρκα·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- περνώ του λιμανιού τα βάσανα ή περνώ του λιμανιού τα πάθη ή τραβώ του λιμανιού τα βάσανα ή τραβώ του λιμανιού τα πάθη, υποφέρω πολύ μεγάλες ταλαιπωρίες, υποφέρω τα πάνδεινα: «τράβηξε του λιμανιού τα βάσανα, μέχρι να μεγαλώσει τα παιδιά του». Από την εικόνα του ατόμου που εργάζεται στο λιμάνι, όπου σχεδόν όλες οι εργασίες είναι πολύ κουραστικές·
- πιάνω λιμάνι, (για πλοία ή πρόσωπα) προσεγγίζω ή αγκυροβολώ σε λιμάνι: «στο πρώτο μου ταξίδι, κάναμε να πιάσουμε λιμάνι είκοσι μέρες». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα φίλο μου τον πόνο έχω κάνει και δε βγαίνω όταν πιάνουμε λιμάνι μόνο γέρνω στην κουκέτα σιωπηλός
- το μεγάλο λιμάνι, το λιμάνι του Πειραιά: «το μεγάλο λιμάνι ήταν επί δυο μέρες αποκλεισμένο απ’ τα ψαροκάικα των ψαράδων της περιοχής, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη συνεχιζόμενη αδιαφορία της κυβέρνησης πάνω στα μεγάλα προβλήματα του κλάδου τους».