λημέρι, το, ουσ. [<ρ. ολημερίζω (= περνώ όλη τη μέρα) <αρχ. επίθ. ὁλήμερος], το λημέρι. 1. (στην Τουρκοκρατία) το καταφύγιο των κλεφτών. 2. η κρυψώνα, το κρησφύγετο κάποιου παράνομου: «έχει πολλά λημέρια για να μπερδεύει αυτούς που τον κυνηγάνε». 3. τόπος όπου συχνάζει κάποιος, που του είναι οικείος: «έκανα μια βόλτα στην παλιά μου γειτονιά, για να ξαναθυμηθώ τα παιδικά μου τα λημέρια || βρε, καλώς το φιλαράκι, πώς απ’ τα λημέρια μας;». (Λαϊκό τραγούδι: στα παλιά μου τα λημέρια θα γυρίζουμε παρέα, στα Ταμπούρια και στις Κοκκινιές, στον Περαία και στις Τζιτζιφιές
- κάνω λημέρι, (στη γλώσσα της αργκό) α. διαμένω κάπου για αρκετό χρονικό διάστημα, ιδίως όταν βρίσκομαι στην παρανομία: «δεν ξέρει κανένας πού κάνει λημέρι». β. είμαι θαμώνας, συχνάζω σε κάποιο μαγαζί: «τον έψαχνα καιρό για μια δουλειά κι ανακάλυψα χτες τυχαία πως κάνει λημέρι σ’ ένα μπαράκι»·
- τα παλιά λημέρια, οι τόποι, τα μέρη όπου σύχναζε κάποιος στο παρελθόν, ιδίως στην παιδική του ηλικία, με την παρέα του, ή τα μέρη, τα στέκια κάποιου ζευγαριού που σύχναζε στο παρελθόν: «κάθε τόσο πηγαίνω στην παλιά μου γειτονιά κι επισκέπτομαι τα παλιά λημέρια || συναντήθηκα με κάποια παλιά μου αγάπη και κάναμε μια βόλτα στα παλιά λημέρια μας». (Λαϊκό τραγούδι: στα παλιά μου τα λημέρια θα γυρίζουμε παρέα στα Ταμπούρια και στις Κοκκινιές, στον Περαία και στις Τζιτζιφιές).