λεμονόκουπα κ. λεϊμονόκουπα, η, ουσ. [<λεμόνι + κούπα], το μισό λεμόνι που, όταν κοπεί στη μέση, μοιάζει με κούπα, ιδίως όταν έχει στυφτεί ο χυμός του: «ο σκουπιδοτενεκές ήταν γεμάτος από στυμμένες λεμονόκουπες»·
- τον άρπαξαν με τις λεμονόκουπες, βλ. φρ. τον πήραν με τις λεμονόκουπες·
- τον έστυψε σαν λεμονόκουπα ή τον έστυψε σαν τη λεμονόκουπα, τον εξάντλησε σωματικά ή οικονομικά: «τα ’μπλεξε με μια μικρούλα και τον έστυψε σαν λεμονόκουπα || μόλις έμαθαν πως έχει λεφτά, έπεσαν απάνω όλοι και τον έστυψαν σαν τη λεμονόκουπα»·
- τον πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα ή τον πέταξε σαν τη στυμμένη λεμονόκουπα, από τη στιγμή που τον εξάντλησε σωματικά ή οικονομικά, τον παράτησε σαν κάτι εντελώς άχρηστο: «μόλις η πιτσιρίκα τον έκανε νταντέλα, τον πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα»·
- τον πήραν με τις λεμονόκουπες, τον αποδοκίμασαν έντονα: «μόλις βγήκε στο μπαλκόνι να μιλήσει, τον πήραν με τις λεμονόκουπες».