λεζάντα,
η, ουσ.
[<γαλλ. légende <μσν. λατιν. legenda (= ανάγνωσμα)], η λεζάντα· ενέργεια
που γίνεται για επίδειξη, για εντυπωσιασμό: «μας έχει τρελάνει στη λεζάντα με
το καινούριο του αυτοκίνητο!»·
- για
λεζάντα, μόνο και μόνο για επίδειξη, για εντυπωσιασμό: «πέρασε για λεζάντα
έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο του αυτοκίνητο || έφερε στο πάρτι και μια
όμορφη ξαδέρφη του για λεζάντα»·
- είναι
όλο(ς) φιγούρα και λεζάντα ή είναι μόνο φιγούρα και λεζάντα, βλ. λ. φιγούρα·
- κάνω
λεζάντα, προσπαθώ να εντυπωσιάσω ή να κάνω αισθητή την παρουσία μου με το
παρουσιαστικό μου, με την παρέα μου, με την γκόμενά μου ή με κάποιο καινούριο
απόκτημά μου, επιδεικνύομαι: «κάνει λεζάντα με την καινούρια του γκόμενα ||
κάνει λεζάντα με το καινούριο του αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε κάντε
όλοι στη μπάντα να βγει να χορέψει ο Σαλονικιός, άιντε κάντε του λεζάντα τη
βραδιά να κλέψει ο Σαλονικιός).