λαφρύς κ. -ιός, -ιά, -ύ κ. -ιό, επίθ. [<μσν. λαφρός <αρχ. ἐλαφρός], ελαφρύς. 1. που είναι ελαφρόμυαλος: «δεν υπολογίζει κανένας τη γνώμη του, γιατί είναι λαφρύς ο άνθρωπος». 2. που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: «ευτυχώς έχει και κάτι λαφριούς η παρέα μας και κάθε τόσο διασκεδάζουμε». 3. (για φαγητά) που δεν είναι πολύ λιπαρά, που δεν έχουν πολλά καρυκεύματα, που είναι ευκολοχώνευτα: «η μάνα μου κάνει πάντα λαφριά φαγητά»· βλ. και λ. ελαφρός·
- παίρνω λαφριά (κάποιον ή κάτι), δε δίνω τη δέουσα προσοχή σε κάποιον ή σε κάτι: «τον είδα ατημέλητο και τον πήρα λαφριά, αυτός όμως ήταν ο διευθυντής της επιχείρησης || πήρα λαφριά την πρόταση που μου έγινε κι έχασα μια πολύ καλή δουλειά».