λάμπα, η, ουσ. [<ιταλ. lampa <λατιν. lampas <ελλ. λαμπάς], η λάμπα· το κάθε φωτιστικό σώμα: «λάμπα φθορίου || αγόρασε μια ωραία λάμπα για το σαλόνι». (Λαϊκό τραγούδι: κι έχω το φως να καίει για να δεις πως δεν κοιμάμαι, όμως τζάμπα καίει η λάμπα, τζάμπα σε θυμάμαι). Υποκορ. λαμπάκι, το (βλ. λ.) και λαμπίτσα, η·
- ανάβω λάμπα, (στη γλώσσα της αργκό) δημιουργώ φασαρίες, δυσάρεστες καταστάσεις: «κάρφωσε στη γυναίκα μου πως έχω γκόμενα και μ’ άναψε λάμπα ο παλιοκαργιόλης». Από την αίσθηση του ατόμου που κάνει κάτι ύποπτο ή παράνομο στα σκοτεινά και κάποιος ανάβει απότομα τη λάμπα. Συνών. ανάβω δαδί / ανάβω καντήλα / ανάβω λαμπάδα / ανάβω φιτίλια / ανάβω φόκο / ανάβω φωτιά (β)·
- κάηκε η λάμπα, α. (στη νεοαργκό)μέθυσε πάρα πολύ από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικού και έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, και δεν ξέρει τι του γίνεται: «τι έπαθες ρε και σταμάτησες, κάηκε η λάμπα και ψάχνεις ανταλλακτικό;». β. έχει διανοητικά προβλήματα, δε στέκει καλά στα μυαλά του: «παράβλεψε τις ανοησίες που λέει, γιατί κάηκε η λάμπα του φουκαρά». Από το ότι, όταν καεί η λάμπα και ιδίως η ραδιοφωνική λυχνία, παύει να λειτουργεί το ραδιόφωνο. Συνών. έκαψε φλάντζα / κάηκαν τα καλώδια / κάηκε η ασφάλεια / το ’καψε το ρημάδι·
- όταν κλάνεις, σβήνει η λάμπα; εξυπνακίστικη ή ειρωνική ερώτηση σε κάποιον, που γίνεται περισσότερο για να τον προσβάλλουμε. Όταν όμως ο συνομιλητής μας είναι γνώστης της λαϊκής παιδείας, μας απαντάει: σπάει και το λαμπόγυαλο·
- την έκανα λάμπα, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις άρχισε να κατηγορεί το φίλο μου, την έκανα λάμπα και τον πλάκωσα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ.