λαλώ κ. λαλάω, ρ. [<αρχ. λαλῶ]. 1. (για ανθρώπους) μιλώ, λέω κάτι: «είναι να μην πάρει φόρα, γιατί τότε μπορεί να λαλάει μέχρι το βράδυ || μην τον πιστεύεις, ούτε ξέρει τι λαλάει». 2. (ειρωνικά στη νεοαργκό) χάνω τα λογικά μου, παραφρονώ,  τρελαίνομαι: «λάλησε ο φουκαράς απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε || λάλησα απ’ την γκρίνια της». 3. τραγουδώ: «ποιος λαλάει μ’ αυτή την ωραία φωνή;». 4. (στη γλώσσα της αργκό) αποκαλύπτω, προδίδω, ομολογώ κάποιο μυστικό, συνήθως έπειτα από διάφορες πιέσεις: «μην αντέχοντας άλλο τις πιέσεις του ανακριτή του, ο ύποπτος λάλησε και ομολόγησε τα πάντα». 5. (για πουλιά) κελαηδώ: «τα πουλιά λαλούσαν πάνω στα κλαδιά των δέντρων || κάθισε στο μπαλκόνι κι έμεινε ν’ ακούει την καρδερίνα, που λαλούσε στο κλουβί της || πρωί πρωί λάλησε ο πετεινός». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος έλατος κρατάει δροσιά και ποια κορφή το χιόνι, λάλα το, πουλί κι αηδόνι). 6. (γενικά για μουσικά πνευστά όργανα) ηχώ: «το κέφι άναψε απ’ τη στιγμή που άρχισαν να λαλούν τα κλαρίνα». 7. (για τροφές) ιδίως στον αόρ. λάλησε, αλλοιώθηκε: «άφησε καλοκαιριάτικα το φαγητό έξω απ’ το ψυγείο και λάλησε». Συνών. ανάβω (5). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί·
- δυο λαλούν και τρεις χορεύουν, βλ. λ. χορεύω·
- είπα και ελάλησα, βλ. λ. είπα·
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, βλ. λ. αμαρτία·
- λάλα το! επιφών. ενθουσιασμού, που απευθύνεται σε λαϊκό οργανοπαίχτη, που παίζει κάποιο όργανο, ιδίως κλαρίνο: «λάλα το, μαέστρο, λάλα το να πάνε κάτω τα φαρμάκια!»· 
- λάλησαν οι πετεινοί, βλ. λ. πετεινός·
- λάλησαν τα κοκόρια, βλ. λ. κοκόρι·
- λάλησε ο κούκος του (της), (για έφηβους και έφηβες), βλ. λ. κούκος·
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι, βλ. λ. τζίτζικας·
- ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, βλ. λ. λωλός·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κοκόρι·
- όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει, βλ. λ. κόκορας·
- όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε, λέγεται στην περίπτωση που είμαστε υποχρεωμένοι να ενεργήσουμε, να συμμορφωθούμε ανάλογα με τις προσταγές κάποιας εξουσίας: «ο πολύς κοσμάκης έχει άγνοια από οικονομική πολιτική γι’ αυτό, όπως μας λαλήσουν, θα χορέψουμε || απ’ τη στιγμή που δεν είμαστε οργανωμένοι για ν’ αντιδράσουμε στην κυβερνητική αυθαιρεσία, όπως μας λαλήσουν θα χορέψουμε»·
- όπως του λαλούν, χορεύει, βλ. φρ. όπως του βαρούν χορεύει, λ. βαρώ·
- ούτε μιλάει ούτε λαλάει, βλ. λ. ούτε·
- τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε, βλ. λ. τζίτζικας·
- τι λαλά(ς) ρε! βλ. συνηθέστ. τι λε(ς) ρε! λ. λέω.