λαδιά, η, ουσ. [<λάδι + κατάλ. -ιά]. 1. λεκές από λάδι: «τι λαδιά είναι αυτή στο παντελόνι σου;». 2. η ετήσια παραγωγή λαδιού σε ένα τόπο: «είχε καλή λαδιά φέτος και ξεχείλισαν τα κιούπια μας». 3. ηθικό στίγμα: «έχει τη λαδιά του κλέφτη». 4. η συζυγική απιστία και γενικά η δόλια, η ύπουλη ενέργεια σε βάρος κάποιου: «αν μάθει η γυναίκα σου τις λαδιές σου, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε! || έχω μάθει για τις λαδιές σου και θα τις πληρώσεις πολύ ακριβά». (Λαϊκό τραγούδι: έκτακτο παράρτημα βγήκε και βουίζει, τη λαδιά σου τώρα πια ποιος την καθαρίζει
- έγινε λαδιά, βλ. φρ. υπάρχει λαδιά στη μέση·
- κάνω λαδιά, α. κάνω ζημιά σε κάποιον, φέρομαι σε κάποιον δόλια, ύπουλα, μπαμπέσικα: «τον έχουν πετάξει απ’ την παρέα τους, γιατί τους κάνει συνέχεια λαδιές». β. απατώ το σύζυγό μου, τη σύζυγό μου, το ερωτικό μου ταίρι και γενικά απατώ, εξαπατώ κάποιον. (Λαϊκό τραγούδι: βάρδα, κόσμε, να περάσω κι έχω άσχημο σκοπό, μου ’κανε λαδιά μεγάλη η κυρία π’ αγαπώ
- του κολλώ τη λαδιά, τον στιγματίζω ηθικά: «έφυγε απ’ τη γειτονιά μας, γιατί του κόλλησαν τη λαδιά του καταχραστή»·
- υπάρχει λαδιά στη μέση, κάποιος ενήργησε παράνομα ή ύπουλα για να χαλάσει κάποια δουλειά ή υπόθεσή μου: «για να μη μου δώσουν το δάνειο, που το ’χα στο τσεπάκι μου, σίγουρα υπάρχει λαδιά στη μέση».