λαβαίνω, ρ. [<αρχ. λαμβάνω], λαβαίνω·
- έχεις λαβαίνει ή έχεις να λαβαίνεις, πρέπει να παίρνεις, υπολείπεται να παίρνεις, σου χρωστώ: «το συνολικό χρέος μου είναι χίλια ευρώ. Πάρε τώρα τα πεντακόσια κι έχεις λαβαίνει». (Λαϊκό τραγούδι: πάμε για καφέδες πέρα στη Ραμόνα, έχω να λαβαίνω από μια πατρόνα
- λαβαίνω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις, βλ. λ. μάχαιρα.