κωλοδάχτυλο, το, ουσ. [<κωλο- + δάχτυλο], το δάχτυλο που μπαίνει στον πρωκτό, το μεσαίο δάχτυλο, καθώς και η συγκεκριμένη σεξουαλική χειρονομία: «χτύπησα στην άκρη του κωλοδάχτυλου || σ’ αρέσει το κωλοδάχτυλο; || της αρέσει το κωλοδάχτυλο»·
- βάζει κωλοδάχτυλο, είναι αισχρός, τιποτένιος: «πώς να περιμένει κανείς βοήθεια από έναν άνθρωπο που βάζει κωλοδάχτυλο;». Από την εικόνα του ατόμου που έχει χάσει κάθε υπόληψη, γιατί βάζει το δάχτυλό του στον κώλο του, υποκαθιστώντας το πέος·
- του βάζω κωλοδάχτυλο, α. τον επιπλήττω αυστηρά, τον κατσαδιάζω: «τον φώναξε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’βαλε κωλοδάχτυλο». β. τον τιμωρώ αυστηρά, παραδειγματικά: «πώς να μην του βάλει κωλοδάχτυλο ο διευθυντής του με τις βλακείες που κάνει!». γ. τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «νόμισε πως θα με ξεγελάσει, αλλά στο τέλος του ’βαλα κωλοδάχτυλο». δ. τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω: «μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει, του ’βαλε κωλοδάχτυλο»·
- τρώω κωλοδάχτυλο, α. με επιπλήττουν αυστηρά, με κατσαδιάζουν: «άργησα το πρωί στη δουλειά κι έφαγα κωλοδάχτυλο απ’ το διευθυντή μου». β. με τιμωρούν αυστηρά, παραδειγματικά: «άλλη φορά δε θα καθίσω να φάω κωλοδάχτυλο για δικές σας βλακείες». γ. με ξεγελούν, με εξαπατούν: «έφαγα τέτοιο κωλοδάχτυλο απ’ τον τάδε, που παρά λίγο να έχανα όλη τη δουλειά». δ. ταλαιπωρούμαι πολύ, βασανίζομαι: «μου ανέθεσε, βέβαια, τη δουλειά, αλλά δε μου είπε πως θα φάω κωλοδάχτυλο μέχρι να την τελειώσω».