κρεμμύδι κ. κρομμύδι, το, ουσ. [<μσν. κρεμμύδιον, υποκορ. του μτγν. κρέμμυον <αρχ. κρόμμυον], το κρεμμύδι. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ρολόι με αλυσιδίτσα που μπαίνει στην τσέπη του παντελονιού και έχει καπάκια μπρος πίσω: «το κρεμμύδι που κουβαλάει στην τσέπη του είναι του σχωρεμένου του γέρου του, γι’ αυτό το ’χει σαν τα μάτια του». 2. ως επιφών. κρεμμύδι! α. ειρωνικό γυμναστικό παράγγελμα που σημαίνει στροφή δεξιά ή το δεξί χέρι ή πόδι. β. συνθηματικό επιφώνημα των παιδιών κατά τη διάρκεια του παιδικού παιχνιδιού κρυφτό, που σήμαινε πως υπάρχει κίνδυνος να ανακαλυφθεί κάποιο παιδί που είναι κρυμμένο από το παιδί που τα φυλάει, γιατί αυτό κατευθύνεται ακριβώς ή πλησιάζει προς το μέρος της κρυψώνας του. Υποκορ. κρεμμυδάκι κ. κρομμυδάκι, το (βλ. λ.)·
- κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι, βλ. λ. ψωμί·
- κρεμμύδι σκόρδο! ή σκόρδο κρεμμύδι! (γυμναστικό παράγγελμα με ειρωνική διάθεση) δεξί, αριστερό, αριστερό δεξί (ενν. πόδι ή χέρι)·
- κρεμμύδια καθαρίζεις; ή κρεμμύδια σου καθαρίζουν; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μπορεί και κλαίει με μεγάλη ευκολία ή που κλαίει χωρίς να υπάρχει λόγος: «γιατί κλαις, βρε ηλίθιε, κρεμμύδια καθαρίζεις;». Από την εικόνα του ατόμου, που, όταν καθαρίζει κρεμμύδια, δακρύζει έντονα από το τσούξιμο που νιώθει στα μάτια του·
- λογαριασμός κρεμμύδι, τροφοδότης λογαριασμός, ιδίως παράνομος, που χρηματοδοτείται από οφσόρ εταιρίες, ώστε να μην μπορούν να αποκαλυφθούν εύκολα οι καταθέτες και γενικά οι συναλλασσόμενοι με αυτόν: «όταν οι ανακριτικές αρχές άνοιξαν το λογαριασμό του κατηγορούμενου, βρέθηκαν σ’ έναν λογαριασμό κρεμμύδι κι έτσι μπήκαν σε νέες δυσκολίες». Η φρ. σε χρήση για πρώτη φορά στα τέλη του Ιανουαρίου του 2006, και αναφέρεται στο παραδικαστικό κύκλωμα και ιδιαίτερα στην υπόθεση της ανακρίτριας Μπουρμούλιας·
- μέχρι να πεις κρεμμύδι, βλ. φρ. ώσπου να πεις κρεμμύδι·
- ντυμένος σαν κρεμμύδι, άνθρωπος ντυμένος με πάρα πολλά ρούχα, βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο: «επειδή έκανε πολύ κρύο, ήταν ντυμένος σαν κρεμμύδι». Από την εικόνα του κρεμμυδιού που έχει αλλεπάλληλα στρώματα φλοιού. Συνών. ντυμένος σαν σκόρδο·
- ώσπου να πεις κρεμμύδι, πολύ γρήγορα, αστραπιαία: «πήγε στο σπίτι του και γύρισε ώσπου να πεις κρεμμύδι». Συνών. ώσπου να πεις άλφα / ώσπου να πεις αμήν / ώσπου να πεις ένα / ώσπου να πεις κύμινο / ώσπου να πεις τρία.