κούτσουρο, το, ουσ. [<μσν. κούτσουρον <ίσως από το σπάνιο κόψουρον (= με κομμένη ουρά)], το κούτσουρο. 1. άνθρωπος άξεστος, αγράμματος, αμόρφωτος: «είχε και τον αδερφό του στη δεξίωση, αλλά τον έκανε ρεζίλι, μωρ’ αδερφάκι μου, γιατί ήταν ντιπ κούτσουρο!». 2. άνθρωπος που ζει μόνος του, χωρίς οικογένεια, το γεροντοπαλίκαρο: «να τι κατάφερε με τις παραξενιές του, έμεινε κούτσουρο κι όλοι τον λυπούνται». 3. (υποτιμητικά για μαθητές) αυτός που δεν έχει επίδοση στα μαθήματα, που δεν παίρνει τα γράμματα, που είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «ο πατέρας του αναγκάστηκε να τον σταματήσει απ’ το σχολείο, γιατί ήταν κούτσουρο». Συνών. κουμπούρας (2) / ντουβάρι (2) / στουρνάρι (4) / τούβλο (2). 4. μεγάλο κομμάτι από ξεραμένο κορμό δέντρου, που, ανάλογα με το μέγεθός του, χρησιμοποιείται είτε για τραπέζι είτε για κάθισμα. Γνωστό έγινε από τον Τσιτσάνη το κέντρο διασκεδάσεως Κούτσουρα του Δαλαμάγκα, που υπήρχε στη Θεσσαλονίκη. (Λαϊκό τραγούδι: πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα, κι από κει στα Κούτσουρα του Δαλαμάγκα· Μαριγώ θα σε τρελάνει ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη να σου παίξει φίνο μπαγλαμά). 5. μεγάλο κομμάτι από ξεραμένο κορμό δέντρου, που προσαρμόζεται σε τέσσερα ξύλινα πόδια και το χρησιμοποιεί ο χασάπης σαν τραπέζι για να κόβει τα κρέατα. (Λαϊκό τραγούδι: μες τη χασάπικη αγορά ένα χασαπάκι, με την ελίτσα και τα φρύδια τα σμιχτά, όταν με βλέπει και περνάω από μπροστά του, τη μαχαιρίτσα του στο κούτσουρο χτυπά). 6. στον πλ. τα κούτσουρα, (στη γλώσσα της αργκό) τα  χαρτονομίσματα αξίας, παλιότερα τα χιλιάρικα, και γενικά τα πολλά χρήματα: «όταν έχεις τα κούτσουρα, κάνεις ό,τι θέλεις»·
- έπεσα σαν κούτσουρο, ξάπλωσα, ιδίως για να κοιμηθώ, πολύ βαριά από υπερβολική κούραση: «όλη τη μέρα ψόφησα στη δουλειά και, μόλις γύρισα στο σπίτι, έπεσα σαν κούτσουρο στο κρεβάτι». Συνών. έπεσα σαν κουρσούμι·
- κάθεται σαν κούτσουρο, βλ. φρ. στέκεται σαν κούτσουρο·
- κοιμάται σαν κούτσουρο, κοιμάται πολύ βαθιά και χωρίς να αλλάζει πλευρό κατά τη διάρκεια του ύπνου του: «όταν είναι κουρασμένος, κοιμάται σαν κούτσουρο»·
- μένω κούτσουρο, α. μένω αμόρφωτος, αγράμματος: «τον καιρό που έπρεπε να πηγαίνει στο σχολείο, ήταν όλο κοπάνες, πώς να μη μείνει κούτσουρο!». β. μένω μόνος στη ζωή, μένω γεροντοπαλίκαρο: «είναι ο μόνος απ’ την παρέα μας που έμεινε κούτσουρο»·
- μένω σαν κούτσουρο, αισθάνομαι, δοκιμάζω μεγάλη έκπληξη, δεν πιστεύω στα μάτια μου, στ’ αφτιά μου: «μόλις τον είδα να φιλιέται με τη γυναίκα του φίλου του, έμεινα σαν κούτσουρο»·
- στέκεται σαν κούτσουρο, στέκεται συνεσταλμένος και άφωνος σε μια θέση, είτε γιατί δεν έχει κάτι να πει ή είτε γιατί βρίσκεται σε άγνωστο περιβάλλον: «έλα, μη στέκεις σαν κούτσουρο, πες κι εσύ κάτι! || ποιος είναι εκείνος ο νέος που στέκεται σαν κούτσουρο στη γωνιά;».