κούτρα, η, ουσ. [<λατιν. scutra], το μέτωπο, το κούτελο και γενικά το κεφάλι: «έφαγε μια πέτρα στην κούτρα του κι έπεσε αναίσθητος». (Λαϊκό τραγούδι: ας το χωρέσ’ η κούτρα σου, δεν είναι για τα μούτρα σου, στην γκόμενά μου μην ξανακολλάς). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, λέγεται συνήθως για κακή ιδιότητα, για κακό χαρακτήρα κάποιου που δεν αλλάζει, που δε διορθώνεται, ή για άτομο που κάνει συνέχεια λάθη: «όπου και να πάμε, θα βρει τρόπο να μαλώσει αυτός ο άνθρωπος. -Αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες»·
- άμα το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. φρ. αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες·
- άσπρισε η κούτρα μου, βλ. συνηθέστ. άσπρισαν τα μαλλιά μου. (Τραγούδι: άσπρισε η κούτρα σου, Μιχάλη, αλλά μυαλό δε λέει να βάλει
- δεν κατεβάζει η κούτρα του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει η κούτρα του ή δεν του κόβει η κούτρα, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. συνηθέστ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- είναι να μην το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. φρ. αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες·
- είναι στην κούτρα, (στη νεοαργκό) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καθόλου χρήματα, είναι τελείως άφραγκο: «έχασε όλη του την περιουσία στα χαρτιά κι από τότε είναι στην κούτρα»·
- είναι να το ’χει η κούτρα του, βλ. φρ. αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες·
- κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του, ενεργεί χωρίς να σκέφτεται, ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί κάνει ό,τι κατεβάσει η κούτρα του». Συνών. κάνει ό,τι κατεβάσει η γκλάβα του / κάνει ό,τι κατεβάσει η κεφάλα του / κάνει ό,τι κατεβάσει το κεφάλι του / κάνει ό,τι κατεβάσει το ξερό του / κάνει του κεφαλιού του·
- κατεβάζει η κούτρα του, βλ. συνηθέστ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κόβει η κούτρα του, βλ. συνηθέστ. κόβει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τα παίρνει η κούτρα του (ενν. τα γράμματα), βλ. συνηθέστ. τα παίρνει η γκλάβα του, λ. γκλάβα·
- τα πήρα στην κούτρα, (στη νεοαργκό) βλ. φρ. τα πήρα στο κρανίο, λ. κρανίο.