κουτόχορτο, το, ουσ. [<κουτός + χόρτο], υποθετικό χόρτο που όποιος το τρώει θεωρείται πως γίνεται κουτός· (ειρωνικά) το χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: φύγε από με, κουτόχορτο, χάσου κι εσύ τσιμπούκι, ν’ ανοίξω τα ματάκια μου από το μαστουρλούκι
- δε μασάω κουτόχορτο ή δε μασάμε κουτόχορτο, βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο·
- δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «νόμιζε πως μπορούσε να με τουμπάρει, αλλά δεν ήξερε ο βλάκας πως δεν τρώω κουτόχορτο». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. δεν τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε άχυρο / δεν τρώω βαλανίδια ή δεν τρώμε βαλανίδια / δεν τρώω βλίτα ή δεν τρώμε βλίτα / δεν τρώω βρούβες ή δεν τρώμε βρούβες / δεν τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι / δεν τρώω κανναβούρι ή δεν τρώμε κανναβούρι / δεν τρώω κουκιά ή δεν τρώμε κουκιά / δεν τρώω κούμαρα ή δεν τρώμε κούμαρα / δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι / δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα / δεν τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα / δεν τρώω λουλάκι ή δεν τρώμε λουλάκι / δεν τρώω μαρούλια ή δεν τρώμε μαρούλια / δεν τρώω μαρουλόφυλλα ή δεν τρώμε μαρουλόφυλλα / δεν τρώω μούσμουλα ή δεν τρώμε μούσμουλα / δεν τρώω ξυλοκέρατα ή δεν τρώμε ξυλοκέρατα / δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθι / δεν τρώω πίτουρα ή δεν τρώμε πίτουρα / δεν τρώω πριονίδια ή δεν τρώμε πριονίδια / δεν τρώω ροκανίδια ή δεν τρώμε ροκανίδια / δεν τρώω σανό ή δεν τρώμε σανό / δεν τρώω φουντούκια ή δεν τρώμε φουντούκια / δεν τρώω χάπια ή δεν τρώμε χάπια / δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια / δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο·
- μασάει κουτόχορτο, βλ. συνηθέστ. τρώει κουτόχορτο·
- τον ταΐζω κουτόχορτο, τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «έχει βρει έναν λεφτά και κάθε τόσο τον ταΐζει κουτόχορτο και του τα μασάει»·
- του δίνω κουτόχορτο, βλ. συνηθέστ. τον ταΐζω κουτόχορτο·
- τρώει κουτόχορτο, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «ο καθένας μπορεί να τον τουμπάρει, γιατί τρώει κουτόχορτο». Συνών. τρώει άχυρα ή τρώει άχυρο / τρώει βαλανίδια / τρώει βλίτα / τρώει βρούβες / τρώει καλαμπόκι / τρώει κανναβούρι / τρώει κουκιά / τρώει κούμαρα / τρώει κριθάρι / τρώει λάχανα / τρώει λαχανόφυλλα / τρώει λουλάκι / τρώει μαρούλια / τρώει μαρουλόφυλλα / τρώει μούσμουλα / τρώει ξυλοκέρατα / τρώει παραμύθι / τρώει πίτουρα / τρώει πριονίδια / τρώει ροκανίδια / τρώει σανό / τρώει φουντούκια / τρώει χάπια / τρώει χαρούπια / τρώει χόρτα ή τρώει χόρτο.