κουτάλι, το, ουσ. [<σπάνιο κωτάλιον, υποκορ. του μτγν. κώταλις], το κουτάλι· στον πλ. τα κουτάλια, δυο κουτάλια που στα δάχτυλα του χορευτή και συνήθως αυτού που συνοδεύει ένα μουσικό κομμάτι χρησιμοποιούνται αντί για ζίλια (βλ. λ.). Το χτύπημα των κουταλιών εξελίχθηκε σε τέχνη και αποτελούσε μεγάλη ευχαρίστηση να ακούς κάποιον που τα χειριζόταν καταλλήλως. (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- γερό κουτάλι, άνθρωπος λαίμαργος, αδηφάγος: «είναι τόσο γερό κουτάλι, που μπορεί να φάει ένα αρνί στην καθισιά»·
- γλυκό του κουταλιού, βλ. λ. γλυκό·
- έφαγα με το κουτάλι (κάτι), ασχολήθηκα πάρα πολύ με κάτι: «στα νιάτα μου έφαγα με το κουτάλι τις εκδρομές || όταν είχα λεφτά, έφαγα με το κουτάλι τις διασκεδάσεις»· βλ. και φρ. τρώω με το κουτάλι (κάτι)·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, βλ. λ. ζωή·
- έφαγε τη θάλασσα με το κουτάλι, βλ. λ. θάλασσα·
- ήρθε στο κουτάλι του παπά, βλ. φρ. ήρθε στο κουταλάκι του παπά, λ. κουταλάκι·
- θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, πρόβλεψη ή υπόσχεση για μελλοντική ευημερία: «πρέπει να κάνουμε υπομονή μέχρι να περάσει αυτή η κρίση, γιατί μετά θα τρώμε με χρυσά κουτάλια»·
- κρέμασε το κουτάλι του, σταμάτησε να τρώει είτε κατά τη διάρκεια κάποιου γεύματος, γιατί χόρτασε, είτε, γενικά, επειδή κάνει αυστηρή δίαιτα: «κάποια στιγμή κρέμασε το κουτάλι του και ζήτησε μια σόδα, γιατί είχε παραφάει || επειδή πάχυνε πάρα πολύ, κρέμασε για ένα διάστημα το κουτάλι του για να ξαναβρεί τη φόρμα του»· βλ. και φρ. του κρέμασαν το κουτάλι·
- με το κουτάλι σου το δίνει, με τη χουλιάρα σου το παίρνει, βλ. λ. χουλιάρι·
- μεγάλο κουτάλι, βλ. φρ. γερό κουτάλι·
- του κρέμασαν το κουτάλι, λέγεται για άτομο που άργησε να προσέλθει σε κάποιο γεύμα και ως εκ τούτου, οι άλλοι προσκεκλημένοι άρχισαν να τρώνε χωρίς να το περιμένουν: «επειδή άργησε να ’ρθει, του κρέμασαν το κουτάλι κι άρχισαν να τρώνε»· βλ. και φρ. κρέμασε το κουτάλι·  
- τρώει με χρυσά κουτάλια, είναι πάρα πολύ πλούσιος: «αυτός δεν έχει την ανάγκη κανενός, γιατί τρώει με χρυσά κουτάλια»·
- τρώω με το κουτάλι (κάτι), τρώω σε μεγάλη ποσότητα κάποιο φαγητό, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ: «το αρνάκι φρικασέ το τρώω με το κουτάλι»· βλ. και φρ. έφαγα με το κουτάλι (κάτι)·
- τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. γιαούρτι.