κούρσα, η, ουσ. [<γαλλ. course <λατιν. cursus]. 1. ιδιόκτητο αυτοκίνητο πολυτελείας. (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κούρσα και σοφάρεις κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις, έγινες και σοφερίνα). 2. η διαδρομή που κάνει το ταξί με τον πελάτη και το αντίτιμο αυτής της διαδρομής: «χτες είχα πολλές κούρσες || η κούρσα κάνει τέσσερα ευρώ || πόσο είπατε πως κάνει η κούρσα;». 3. τρέξιμο με ένταση: «μετά την κούρσα στην παραλία καθίσαμε να φάμε». 4. ο ανταγωνισμός: «στην κούρσα για τη διαδοχή της αρχηγίας του κόμματος ρίχτηκαν όλοι οι επίδοξοι δελφίνοι». 5. η ιπποδρομία: «ποια κούρσα είναι αυτή που γίνεται; || ό,τι λεφτά έχει τα χάνει στις κούρσες». 6. αγώνας ταχύτητας αθλητών: «τρέχει στην κούρσα των εκατό μέτρων». Υποκορ. κουρσάκι, το. Μεγεθ. κουρσάρα, η (βλ. λ.)·
- η κούρσα των εξοπλισμών, ο ανταγωνισμός των διάφορων κρατών σε πολεμικό εξοπλισμό: «η κούρσα των εξοπλισμών θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη»·
- κάνω κούρσα, α. πραγματοποιώ διαδρομή με το ταξί μεταφέροντας κάποιον πελάτη: «θα κάνω μερικές κούρσες ακόμα και θα σταματήσω για σήμερα». β. τρέχω με ταχύτητα: «έκανα κούρσα για να σε φτάσω». Αναφορά στην ιπποδρομία·
- κούρσα για ένα άλογο, λέγεται για δουλειά ή υπόθεση, στην οποία είναι εμφανέστατη η υπεροχή του ενός έναντι των άλλων που συμμετέχουν για τον ίδιο σκοπό: «απ’ τη στιγμή που στον πλειοδοτικό διαγωνισμό παίρνει μέρος και ο τάδε εφοπλιστής, η υπόθεση είναι κούρσα για ένα άλογο». Αναφορά στην κούρσα ιπποδρόμου, κατά την οποία κάποιο από τα άλογα που παίρνει μέρος θεωρείται απόλυτα φαβορί·
- η κούρσα των καταραμένων, βλ. λ. καταραμένος·
- κούρσα θανάτου, υπερβολικά γρήγορη και ανεξέλεγκτη πορεία, ιδίως τροχοφόρου: «ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του κι έπειτα από μια κούρσα θανάτου προσέκρουσε στον τοίχο μιας οικοδομής»·
- παίρνω (την) κούρσα, α. αναλαμβάνω να μεταφέρω κάποιον πελάτη στον προορισμό του με το ταξί μου: «σήμερα πήρα πολλές κούρσες». β. κερδίζω την ιπποδρομία: «ποιο άλογο πήρε την τρίτη κούρσα; || δε θα ’χα λεφτά να γυρίσω στο σπίτι, αλλά ευτυχώς πήρα την τελευταία κούρσα».