κουρμπέτι, το, ουσ. [<τουρκ. gurbet (= ξενιτιά, ξένα)], (στη γλώσσα της αργκό) 1. η αγορά, η πιάτσα, ο χώρος όπου ασκεί κάποιος τις επαγγελματικές, κοινωνικές ή παράνομες δραστηριότητές του: «όποιος μάθει καλά το κουρμπέτι, είναι σαν να ’βγαλε το καλύτερο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε λίγο το κορόιδο, αφού την καλοπερνάς. Αρκετά μες στη ζωή σου τιμωρήθηκες, στο κουρμπέτι και στη φτώχεια βασανίστηκες). 2. η βιοπάλη: «από μικρό παιδί είναι στο κουρμπέτι». 3. (γενικά) η παράνομη ζωή, ο υπόκοσμος. (Λαϊκό τραγούδι: όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι, κι αυτοί μες την καρδούλα τους έχουν μεγάλο ντέρτι
- βγάζω στο κουρμπέτι, α. οδηγώ κάποιον στην παρανομία, μαθαίνω κάποιον την παράνομη ζωή της πιάτσας: «τον πήρε από μικρό και τον έβγαλε στο κουρμπέτι». β. διδάσκω σε κάποιον τις δυσκολίες της ζωής, της βιοπάλης: «αφού σ’ έβγαλε στο κουρμπέτι ο τάδε, είναι σίγουρο πως θα προκόψεις». γ. (για άντρες) οδηγώ γυναίκα στην πορνεία, ιδίως για να την εκμεταλλεύομαι: «πρώτα κάνει τον ερωτευμένο στη γυναίκα κι ύστερα βρίσκει τον τρόπο και τη βγάζει στο κουρμπέτι». δ. οδηγώ νεαρό άντρα στην πορνεία, επιδιώκω να τον κάνω πούστη: «έμπλεξε μ’ έναν πορνόγερο όταν ήταν μικρός, και τον έβγαλε στο κουρμπέτι». Συνών. βγάζω στη βίζιτα / βγάζω στο επάγγελμα (α, β) / βγάζω στο κλαρί (α, γ) / βγάζω στο μεϊντάνι (β, γ)·
- βγαίνω στο κουρμπέτι, α. βγαίνω στην παρανομία, αρχίζω τη δράση μου στην πιάτσα, στη ζωή, στη βιοπάλη: «όταν βγαίνει κανείς από μικρός στο κουρμπέτι, μαθαίνει πολλά στη ζωή του». β. εκδίδομαι επί χρήμασι, γίνομαι πόρνη: «την κοπάνησε από μικρή απ’ το σπίτι της και βγήκε στο κουρμπέτι». γ. (για νεαρούς άντρες) αρχίζω να ζω τη ζωή του πούστη: «έμπλεξε με μια αδερφή, ώσπου βγήκε κι αυτός στο κουρμπέτι». Συνών. βγαίνω στη βίζιτα / βγαίνω στο επάγγελμα (α, β) / βγαίνω στο κλαρί (γ, δ) / βγαίνω στο μεϊντάνι (γ, δ).
- είναι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι, (και για τα δυο φύλα) είναι πολύ έμπειρος και καπάτσος στο χώρο της πιάτσας, της αγοράς: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις σε καμιά συναλλαγή, γιατί είναι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι»·
- είναι χρόνια στο κουρμπέτι, βλ. φρ. είναι παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι.