κουραπέτσα, η, ουσ. [<αρχ. κουρά (= κούρεμα αιγοπροβάτων) + πέτσα], εύχρ. μόνο στη φρ. κουραπέτσα γίδα, χαρακτηρίζει ειρωνικά εκείνο το άτομο που κουρεύτηκε με την ψιλή και φαίνεται η πέτσα του κρανίου του. Για παράδειγμα, οι ποδοσφαιριστές Γεωργάτος ή ο Τζόρτζεβιτς μπορούν να χαρακτηριστούν ως κουραπέτσα γίδα. Από την εικόνα των αιγοπροβάτων, των οποίων φαίνεται η πέτσα του κορμιού τους, όταν τα κουρεύουν για να πάρουν το μαλλί τους.