κουπεπέ, το, τα, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.], ταχτάρισμα σε νήπιο, συνήθως επαναλαμβανόμενο κουπεπέ κουπεπέ ή κουπεπέ και κουπεπέ ο μπαμπάκας έρχεται, να του φέρει κατιτί λουκουμάκια στο χαρτί, συνοδευόμενο πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη ή τις παλάμες να περιστρέφονται αριστερά δεξιά μπροστά στο πρόσωπο του νηπίου·
- δεν παίζουμε το κουπεπέ, βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, το κουπεπέ παίζουμε; βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- παίζω το κουπεπέ, βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- της κάνω κουπεπέ, πραγματοποιώ όλες τις ιδιοτροπίες μιας γυναίκας για να πετύχω το σκοπό μου, που είναι η επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «βαρέθηκα να της κάνω κουπεπέ για ένα πήδημα!». Από την εικόνα του ανθρώπου που κάθεται μπροστά στο νήπιο που κλαίει και επαναλαμβάνει ρυθμικά το κουπεπέ για να σταματήσει το κλάμα·
- τι νόμισες, το κουπεπέ παίζουμε; βλ. φρ. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.