κουνουπάτα, επίρρ. [<κουνούπι + κατάλ. -άτα]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) ψιθυριστά: «μιλούσαν κουνουπάτα και δεν μπορούσα ν’ ακούσω τι έλεγαν». Από το ότι το κουνούπι παράγει έναν χαμηλόφωνο βόμβο. 2. υπόγεια, ύπουλα: «πάντα δουλεύει σιωπηλά και κουνουπάτα». Από το ότι το τσίμπημα του κουνουπιού είναι ανεπαίσθητο και γι’ αυτό δε γίνεται αμέσως αντιληπτό·
- του την έκανα κουνουπάτα, ενήργησα σε βάρος του ύπουλα: «δεν μπόρεσε ν’ αντιδράσει, γιατί του την έκανα κουνουπάτα».