κουλουβάχατα, επίρρ. [<αραβ. kullu-wahad (= όλα ένα)], ανακατωμένα, άνω κάτω, φύρδην μίγδην, άτακτα. Η λ. διαδόθηκε από τον τίτλο πολιτικού φυλλαδίου του Θ. Ι. Κολοκοτρώνη «Ἡ Κουλουβάχατα ἢ αἱ φύρδην μίγδην σημεριναὶ ἰδέαι»·
- γίναμε κουλουβάχατα, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «κάποια στιγμή πιαστήκαμε στα χέρια με τη διπλανή παρέα και γίναμε κουλουβάχατα». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- τα κάνω κουλουβάχατα, μπερδεύω μια δουλειά, μια κατάσταση, μια υπόθεση ή μια σχέση: «απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διαχείριση της επιχείρησης, τα ’κανε όλα κουλουβάχατα || του ανέθεσαν να μεσολαβήσει για να μονοιάσουν τα δυο αδέρφια και τα ’κανε κουλουβάχατα»·
- τους κάνω κουλουβάχατα, μπερδεύω, αναστατώνω μια παρέα συνειδητά ή ασυνείδητα: «σ’ όποια παρέα και να μπει τους κάνει κουλουβάχατα και φεύγει».