κοτσάνα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κοτσάνι]. 1. λόγια ανόητα, ανοησίες, βλακείες: «όταν ανοίγει το στόμα του, δεν ακούς τίποτα άλλο από κοτσάνες!». 2. μεγάλο ψέμα: «πώς να πιστέψω τέτοια κοτσάνα!». 3. χοντρό γλωσσικό λάθος: «μου ξέφυγε μια κοτσάνα κι επειδή είναι φιλόλογος, την κατάλαβε αμέσως»·
- αμολάω κοτσάνα ή αμολάω κοτσάνες, βλ. φρ. πετώ κοτσάνα·
- κάνω κοτσάνα ή κάνω κοτσάνες, ενεργώ λανθασμένα: «έκανα μια κοτσάνα στη δουλειά και πήγε πίσω»·
- λέω κοτσάνα ή λέω κοτσάνες, βλ. φρ. πετώ κοτσάνα·
- πετώ κοτσάνα ή πετώ κοτσάνες, λέω μεγάλες ανοησίες, βλακείες, κουταμάρες: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, πετάει κοτσάνες και η σφαλιάρα πέφτει σύννεφο».