κορίτσι, το, πλ. κορίτσια κ. κορίτσα, τα, ουσ. [<μσν. κορίτσιν <αρχ. κόρη + υποκορ. κατάλ. -ίτσιν]. 1. νεαρή γυναίκα, γυναίκα σε εφηβική ηλικία: «τα κορίτσια της γειτονιάς μου είναι ερωτευμένα με τον τάδε ηθοποιό».(Λαϊκό τραγούδι: στην απάνω γειτονίτσα μ’ αγαπάνε δυο κορίτσα). 2. το θηλυκό παιδί, η θυγατέρα σε αντιδιαστολή με το αγόρι, το γιο: «έχει ένα αγόρι κι ένα κορίτσι». 3. η γκόμενα, η ερωμένη: «τον είδα να κάθεται με το κορίτσι του σ’ ένα παραλιακό μπαράκι». (Λαϊκό τραγούδι: άρχισαν τα όργανα, το μπουζούκι εργάζεται, να το το κορίτσι μου σειέται και τινάζεται). 4. νεαρή γυναίκα, κοπέλα, ιδίως άγαμη: «πολλά κορίτσια της γειτονιάς μου, δουλεύουν στην τάδε βιοτεχνία». (Λαϊκό τραγούδι: σφυρίζ’ η φάμπρικα σαν θα σχολάσουν, κορίτσ’ αγόρια ζευγαρωτά, με την αγάπη τους θα ξαποστάσουν. Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά). 5. η παρθένα: «όταν ανακάλυψε πως δεν ήταν κορίτσι, διέλυσε τον αρραβώνα του, γιατί ο τύπος είναι της παλιάς σχολής». 6. η ανύπαντρη γυναίκα: «αν δεν παντρευτεί η αδερφή μου πρώτα, που είναι κορίτσι, δε βλέπω να παντρεύομαι». 7. κατ’ επέκταση, η γεροντοκόρη: «ήταν τόσο ψηλομύτα στα νιάτα της, που στο τέλος έμεινε κορίτσι». 8. (ιδίως για τον άντρα) ο πολύ ήσυχος, ο πολύ φρόνιμος: «όσο θα λείπω, θέλω να ’σαι κορίτσι». 9. στον πλ. τα κορίτσια, οι γυναίκες που δουλεύουν σε κάποιο μπαρ ή σε κάποιο οίκο ανοχής: «δεν ήρθαν ακόμη τα κορίτσια να πιάσουν δουλειά; || η τάδε τσατσά προσέχει πολύ τα κορίτσια της». Υποκορ. κοριτσόπουλο, το (βλ. λ.) και κοριτσάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κορίτσαρος, ο (βλ. λ.) και κοριτσάρα, η (βλ. λ.)·
- είναι κορίτσι από σπίτι, είναι ηθική και με καλή ανατροφή: «θα ’σαι τυχερός, αν θελήσει να σε παντρευτεί, γιατί είναι κορίτσι από σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- κακό κορίτσι, χαρακτηρισμός νεαρής γυναίκας, που είναι ανήθικη, πρόστυχη, ανοικοκύρευτη: «δε θέλω να κάνεις παρέα με την τάδε, γιατί είναι κακό κορίτσι»·
- καλό κορίτσι, χαρακτηρισμός νεαρής γυναίκας που είναι ηθική, τίμια, νοικοκυρεμένη: «κοίτα να βρεις κανένα καλό κορίτσι να νοικοκυρευτείς, γιατί σε λίγο σε βλέπω γεροντοπαλίκαρο»·
- κορίτσι μου! έκφραση αγάπης ή λατρείας σε κόρη ή σε ερωμένη: «έλα δω, κορίτσι μου, να σου δώσω ένα φιλάκι!». (Λαϊκό τραγούδι: κορίτσι μου,γιατί μελαγχολείς, πως σ’ αγαπώ στο δίνω και γραμμένο, σου έτυχε στο ζάρι της ζωής καλό παιδί μα κακομαθημένο
- κορίτσι πράμα! Λέγεται συνήθως ως επίπληξη ή ως παρατήρηση: «δεν ντρέπεσαι κορίτσι πράμα να γυρίζεις νυχτιάτικα στους δρόμους!»·
- κορίτσια ο Μπάρκουλης! ειρωνικό πείραγμα που απευθύνεται σε ομάδα κοριτσιών που περνάει από μπροστά μας. Αναφορά στο γνωστό ζεν πρεμιέ του θεάτρου και του κινηματογράφου, ιδίως τη δεκαετία του 1960, Ανδρέα Μπάρκουλη, με τον οποίο ήταν ξετρελαμένα τα κορίτσια της εποχής. Συνών. κορίτσια ο στόλος(!)·
- κορίτσια ο στόλος! βλ. λ. στόλος·
- να το πάρεις το κορίτσι, ομαδική συνήθως προτροπή με κάποια δόση ειρωνείας σε άτομο που έχει μακροχρόνιο ερωτικό δεσμό με γυναίκα και δεν την έχει ακόμα παντρευτεί. (Λαϊκό τραγούδι: να το πάρεις το κορίτσι, να το πάρεις μην το παιδεύεις, όλη η γειτονιά φωνάζει να το πάρεις το κορίτσι μην κοροϊδεύεις).