κοπριά, η, ουσ. [<μσν. κοπριά <κοπρέα <αρχ. κοπρία]. 1. τα περιττώματα το ζώων, που χρησιμοποιούνται ως λίπασμα για τα φυτά: «τα δέντρα θέλουν κοπριά για να δώσουν καρπούς». 2. υποτιμητικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός ατόμου που είναι πολύ τεμπέλης, χαραμοφάης: «αφού κάνεις παρέα μ’ αυτή την κοπριά, σκοτώνεσαι κι εσύ στη δουλειά! || θα προκόψεις κι εσύ, αφού κάνεις παρέα μ’ αυτή την κοπριά»· 
- όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος απατεώνας ή παράνομος συνταίριαξε με κάποιον όμοιό του ή στην περίπτωση που κάνουν παρέα δυο άτομα του ιδίου χαμηλού πνευματικού επιπέδου: «κλέφτης ο ένας, απατεώνας ο άλλος ταίριαξαν μια χαρά, γιατί, βλέπεις, όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα || βλάκας ο ένας, ηλίθιος ο άλλος, όμοιος τον όμοιο, δηλαδή, κι κοπριά στα λάχανα». Συνών. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ (β) / είναι ραμμένοι φόδρα με φόδρα (β) / κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι (β) / ο βρομιάρης, τον βρομιάρη αγαπά / όμοιος τον όμοιο (β) / τα ψωριάρικα γαϊδούρια από βουνό σε βουνό μυρίζονται·
- πατημένη κοπριά, άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτή την πατημένη κοπριά!»·
- τ’ αγγειά γινήκαν θυμιατά και οι κοπριές λιβάνι, βλ. λ. λιβάνι.