αλοιφή, η, ουσ. [<αρχ. ἀλοιφή], η αλοιφή. 1. το πολτοποιημένο φαγητό: «παρόλο που το φαγητό είχε γίνει σαν αλοιφή ήταν νοστιμότατο». 2. ηκαλλυντική ή η θεραπευτική κρέμα: «θέλω μια αλοιφή για τα σπυράκια του προσώπου μου || επειδή κάηκα στο χέρι, βάζω δυο φορές τη μέρα μια αλοιφή για τα εγκαύματα»·
- γίνομαι αλοιφή, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι ή από τη χρήση ναρκωτικού: «έπινα όλο τ’ απόγευμα και μέχρι το βράδυ είχα γίνει αλοιφή». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι. β. δέρνομαι άγρια, αιματοκυλιέμαι με κάποιον: «πιαστήκαμε στα χέρια έξω απ’ το ουζερί και γίναμε αλοιφή»·
- είμαι αλοιφή, είμαι υπερβολικά μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι ή από τη χρήση ναρκωτικού: «έπινα όλο τ’ απόγευμα και το βράδυ ήμουν αλοιφή». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
- τον κάνω αλοιφή, α. τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «κοκορευόταν πως ήταν γερό ποτήρι, όταν όμως καθίσαμε να πιούμε, μέσα σε λίγη ώρα τον έκανα αλοιφή». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι. β. τον δέρνω άγρια, τον πολτοποιώ από το πολύ ξύλο: «ήταν καιρός τώρα που μου την έβγαινε, γι’ αυτό τον έπιασα και τον έκανα αλοιφή». γ. (για αθλητικά παιχνίδια και γενικά για παιχνίδια) τον κατανικώ, τον κατατροπώνω: «κάθε φορά που παίζει τάβλι μαζί μου τον κάνω αλοιφή || έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομαδάρα μας, που τους κάναμε αλοιφή»·
- τον κάνω αλοιφή για τους κάλους, επιτείνει την παραπάνω έννοια (β).