αλογουρά κ. αλογοουρά, η, ουσ. [<άλογο + ουρά], η αλογουρά· είδος γυναικείας κόμμωσης, αλλά τα τελευταία χρόνια και αντρικής: «κάποτε όλες οι μαθήτριες είχαν τα μαλλιά τους αλογουρά || σήμερα πολλοί άντρες, από μόδα, κάνουν τα μαλλιά τους αλογουρά»·
- μου ’γινε αλογουρά, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος μου έγινε πολύ φορτικός, πολύ ενοχλητικός, που δεν ξεκολλάει στιγμή από κοντά μου, που, ακόμα και όταν τον διώχνω, έρχεται από πίσω μου, με ακολουθεί κατά  πόδας: «δεν μπορώ να κάνω βήμα μοναχός μου, γιατί ο τάδε μου ’γινε αλογουρά». Από το ότι η ουρά του αλόγου είναι αναπόσπαστο μέρος του σώματός του· βλ. και φρ. μου κόλλησε σαν αλογόμυγα, λ. αλογόμυγα.