κομμένος, -η, -ο, επίθ. [<κόβω], κομμένος. 1. που είναι εξαντλημένος και που η εξάντλησή του φαίνεται έντονα στο πρόσωπό του: «τον τελευταίο καιρό έρχεται κομμένος κάθε πρωί στη δουλειά, γιατί ξενυχτάει στα μπουζούκια». 2. (για μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές) που απέτυχε στις εξετάσεις του: «μου φαίνεται πως είμαι κομμένος πάλι στο μάθημα της ανατομίας». 3. (γενικά) που απέτυχε σε οποιεσδήποτε εξετάσεις: «είναι η τρίτη φορά που μ’ έχουν κομμένο για το δίπλωμα οδηγού». 4. που αποκλείστηκε από ένα σύνολο ύστερα από επιλογή, και, γενικά, που τον έχουν αποκλεισμένο, που δεν αναφέρονται σε αυτόν: «πάλι έχουν κομμένο τον τάδε ποδοσφαιριστή από την εθνική ομάδα || τον τάδε τραγουδιστή, επειδή είχε πολλή έπαρση, τον έχουν κομμένο όλα τα περιοδικά κι όλα τα κανάλια». 5. (για παροχές ή γενικά για καταστάσεις) που έχει διακοπεί, που έχει λήξει: «είναι κομμένο το τηλέφωνο, γιατί ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό || από αύριο κομμένες οι διασκεδάσεις, γιατί σε λίγο αρχίζουν οι εξετάσεις και θα πέσει σκληρό διάβασμα». 6. το ουδ. ως ουσ. το κομμένο, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) το νοθευμένο ναρκωτικό: «κυκλοφόρησε στην πιάτσα κομμένο πράμα κι είχαμε ήδη τρεις θανάτους». 7α. στο θηλ. χωρίς άρθρο ως επιφών. κομμένη!(απειλητικά ή επιθετικά) θα γίνει έτσι όπως ακριβώς το λέω, δεν ανέχομαι άλλη κουβέντα, άλλη συζήτηση και μεγαλύτερη έμφαση προστίθεται στο τέλος το και ραμμένη(!). β. (για ζαριές) δεν ισχύει, ξαναρίξε. (Λαϊκό τραγούδι: πέντε μπρος και δέκα πίσω και τα κόκκαλα θα ρίξω κι άμα πει κανείς κομμένη θα την έχει και βαμμένη).Συνοδεύεται από ταυτόχρονη κίνηση του χεριού που καπακώνει με τη χούφτα τα ζάρια ή με ταυτόχρονο χτύπημα των ζαριών με τις άκρες των δαχτύλων. 8α. το ουδ. στον πλ. ως επιφών. κομμένα! (ενν. τα χαρτιά) απάντηση που δίνουμε σε αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι όταν μας ζητάει να κόψουμε τα χαρτιά για να αρχίσει το παιχνίδι ότι αυτά τα έχουμε κόψει. Στην περίπτωση που δεν τα έχουμε κόψει και πούμε τη λ. κομμένα! τότε το παιχνίδι μπορεί να αρχίσει κανονικά. Συνών. σπασμένα (2). β. το ουδ. στον πλ. χωρίς άρθρο ως επιφών. κομμένα! (ενν. τα ζάρια) βλ. λ. κομμένος! (7β)·
- είναι κομμένο στα μέτρα μου, α. λέγεται για ρούχο, που ταιριάζει απόλυτα στην εμφάνισή μου ή στη σωματική μου διάπλαση: «αυτό το σακάκι είναι κομμένο στα μέτρα μου». Αναφορά στο κατά παραγγελία κοστούμι που γίνεται σε ράφτη. β. (γενικά) οτιδήποτε ταιριάζει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία μας ή στις ικανότητές μας: «αυτή η δουλειά είναι κομμένη στα μέτρα μου». Για περισσότερη έμφαση συνήθως η φρ. είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου. (Λαϊκό τραγούδι: δεν πιστεύω σ’ αγάπες κι έρωτες, δεν πιστεύω σε όμορφες στιγμές, δεν πιστεύω σε όρκους και θυσίες όλα στα μέτρα σου κομμένα και ραμμένα είχες)· βλ. και λ. μέτρο·
- είναι κομμένοι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- έχει κομμένη την ουρά του, βλ. λ. ουρά·
- με κομμένη ανάσα ή με κομμένη την ανάσα, βλ. λ. ανάσα.