κολυμπήθρα, η, ουσ. [<αρχ. κολυμβήθρα], εκκλησιαστικό χάλκινο σκεύος σε σχήμα μεγάλου κρατήρα για το χριστιανικό βάπτισμα. Δεν πρέπει να συγχέεται με το μολυβήθρα (βλ. λ.)·
- γαμώ την κολυμπήθρα μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ την κολυμπήθρα μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την κολυμπήθρα σου! ή σου γαμώ την κολυμπήθρα! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «βρε, γαμώ την κολυμπήθρα σου, πάψε επιτέλους να γκρινιάζεις! || σου γαμώ την κολυμπήθρα αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- του γαμώ την κολυμπήθρα, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά σ’ όλον τον κόσμο και του γάμησε την κολυμπήθρα». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «όταν γυρίσει στο σπίτι, θα του γαμήσει την κολυμπήθρα ο γέρος του || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τη κολυμπήθρα». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ.