κολοκυθάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κολοκύθι],το κολοκυθάκι· στον πλ. τα κολοκυθάκια, φαγητό που γίνεται με κολοκυθάκια γεμιστά με κιμά και ρύζι και αβγολέμονο: «τα κολοκυθάκια είναι το αγαπημένο μου φαγητό»·
- σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη, α. λέγεται ειρωνικά για κάποιον αδύναμο σωματικά ή οικονομικά που επιχειρεί να εναντιωθεί σε κάποιον ισχυρότερο ή ανώτερό του. β. λέγεται ειρωνικά για κάποιον που, ενώ έχει άδικο, επιχειρεί με φωνές ή άλλο δυναμικό τρόπο να μας πείσει για το αντίθετο ή για κάποιον που θέλει να φανεί πιο έξυπνος από εμάς, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Συνών. σηκωθήκανε τ’ αγγουράκια να γαμήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη / σηκωθήκανε τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι.