κολοκύθα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. κολοκύθι]. 1. μεγάλο φαλακρό κεφάλι: «έχει μια κολοκύθα που κάνει μπαμ από χίλια μέτρα μακριά». 2. ο κολοκύθας (βλ. λ.)·
- εκεί που κρεμούσαμε τ’ άρματα κρεμάμε κολοκύθες, δηλώνει πως πέρασαν τα χρόνια μας, πως γεράσαμε και ως εκ τούτου αλλάξαμε και δραστηριότητες: «κάποτε ήμασταν οι πρώτοι, αλλά, καθώς πέρασαν τα χρόνια, είναι καιρός για χαμομηλάκι, γιατί εκεί που κρεμούσαμε τ’ άρματα κρεμάμε τις κολοκύθες».