κοκορέτσι, το, ουσ. [<αλβαν. kokorets], το κοκορέτσι·
- τα κάνω κοκορέτσι (ενν. τα πούλια μου), (για τάβλι) συσσωρεύω πολλά πούλια πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή σε πόρτα μου: «μου ’ρχονται έτσι οι ζαριές, που αναγκάζομαι να τα κάνω κοκορέτσι». Από την εικόνα των εντοσθίων του αρνιού, που είναι περιτυλιγμένα στη σούβλα με τα οποία και παρομοιάζονται τα πούλια, καθώς είναι το ένα πάνω στο άλλο. Συνών. τα κάνω παντελόνια·
- τον κάνω κοκορέτσι, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «πήγε να του κουνηθεί, αλλά ο άλλος τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε κοκορέτσι».