κοκκινίζω, ρ. [<μτγν. κοκκινίζω <κόκκινος], κοκκινίζω· το δέρμα του προσώπου μου γίνεται κόκκινο, ιδίως από ντροπή, συστολή, ζέστη, κρύο ή έντονο θυμό: «είναι πολύ ντροπαλό παιδί και μόλις κάνεις πως το μαλώνεις, κοκκινίζει αμέσως || κοκκίνισαν τα μάγουλά του απ’ τη ζέστη || κοκκίνισε η μύτη του απ’ το κρύο || να τον δεις πώς κοκκινίζει, όταν είναι θυμωμένος και ωρύεται!». (Τραγούδι: σου μιλώ και κοκκινίζεις, τι να φανταστώ; Όσο θάβεις το σποράκι, τόσο βγάνει ανθό
- δεν κοκκινίζεις μ’ αυτά που λες; (επιτιμητικά) δεν ντρέπεσαι με αυτά που λες(;)·
- είναι (για) να κοκκινίζεις, πρόκειται για πολύ αισχρές κουβέντες, για πολύ αισχρές βρισιές: «όταν αρχίζει να βρίζει, είναι για να κοκκινίζεις»·
- κοκκινίζω σαν παντζάρι ή κοκκινίζω σαν το παντζάρι, βλ. λ. παντζάρι·
- κοκκινίζω σαν παπαρούνα ή κοκκινίζω σαν την παπαρούνα, βλ. λ. παπαρούνα·
- κοκκινίζω σαν τριαντάφυλλο ή κοκκινίζω σαν το τριαντάφυλλο, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- κοκκίνισε μέχρι τ’ αφτιά ή κοκκίνισε ως τ’ αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- μη με κάνεις και κοκκινίζω ή μη με κάνεις να κοκκινίζω, α. έκφραση μετριοφροσύνης, που πολλές φορές λέγεται και υπό τύπον αστεϊσμού, όταν μας κάνει κάποιος διάφορες φιλοφρονήσεις. β. επίσης, η έκφραση λέγεται τις πιο πολλές φορές υπό τύπον αστεϊσμού και όταν μας αναφέρει κάποιος κάτι που έχει σχέση με τα ερωτικά, με τα σεξουαλικά·
- στο λέω και κοκκινίζω! α. έκφραση μετριοφροσύνης, που πολλές φορές λέγεται και υπό τύπον αστεϊσμού, όταν λέμε σε κάποιον για κάποια επιτυχία μας: «όχι για να το παινευτώ, αλλά πέρασα πρώτος στο πανεπιστήμιο· στο λέω και κοκκινίζω || όλοι παραδέχονται πως είμαι ο ομορφότερος της παρέας· στο λέω και κοκκινίζω!». β. επίσης, η έκφραση λέγεται τις πιο πολλές φορές υπό τύπον αστεϊσμού και όταν αναφέρομαι σε κάτι που έχει σχέση με τα ερωτικά, με τα σεξουαλικά: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και την ξέσκισα· στο λέω και κοκκινίζω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να.