κόκα2, η, ουσ. [<ιταλ. cocca], το κεφάλι: «του ’δωσα μια σφαλιάρα στην κόκα του». Ακούγεται σπάνια και μόνο για επίδειξη γνώσης της λαϊκής γλώσσας·
- δεν κατεβάζει η κόκα του, βλ. συνηθέστ. δεν κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν κόβει η κόκα του ή δεν του κόβει η κόκα, βλ. συνηθέστ. δεν κόβει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- δεν παίρνει η κόκα του, δεν καταλαβαίνει, δεν είναι έξυπνος, εύστροφος: «μην προσπαθείς να του δώσεις να καταλάβει, γιατί δεν παίρνει η κόκα του»·
- δεν τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. συνηθέστ. δεν τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κατεβάζει η κόκα του, βλ. συνηθέστ. κατεβάζει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- κόβει η κόκα του, βλ. συνηθέστ. κόβει η κεφάλα του·
- τα παίρνει η κόκα του (ενν. τα γράμματα), βλ. συνηθέστ. τα παίρνει η κεφάλα του, λ. κεφάλα·
- τι λέει η κόκα σου! βλ. συνηθέστ. τι λέει η κεφάλα σου! λ. κεφάλα.