κόζι, το, ουσ. [<τουρκ. koz (= ατού, ευκαιρία, καρύδι]. 1. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το χαρτί που κερδίζει στο χαρτοπαίγνιο (πρέφα, σκαμπίλι), το γερό χαρτί: «δεν είχα ούτε ένα κόζι, γι’ αυτό βγήκα απ’ το παιχνίδι». Συνών. ατού (1). 2. (στη γλώσσα της αργκό) η περίσταση, η στιγμή: «δεν ήταν τέτοιο το κόζι, που να μου επιτρέπει να μιλήσω, γι’ αυτό έμεινα με το στόμα κλειστό». 3. το περιβάλλον: «ήταν άσχετο το κόζι, γι’ αυτό και την κοπάνησα». 4. ο συντελεστής, η προϋπόθεση επιτυχίας: «αφού δεν είχε κόζι η υπόθεση, την παράτησα κι έφυγα». Συνών. ατού (2). 5. στρατιωτικό γαλόνι: «απ’ τη μέρα που πήρε το κόζι, κάνει πως δε μας ξέρει»·
- είναι γερό κόζι, έχει υψηλή κοινωνική θέση, έχει κοινωνική επιρροή: «μ’ αυτόν πρέπει να τα ’χεις πάντα καλά, γιατί είναι γερό κόζι»·
- έχει κόζι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω γερό κόζι, διαθέτω γνωριμίες με άτομα υψηλής κοινωνικής θέσης, με κοινωνική επιρροή: «για μένα κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο, γιατί έχω γερό κόζι»·
- κάνω κόζι, α. υπολογίζω, λογαριάζω, εξετάζω με προσοχή τα υπέρ και τα κατά μιας υπόθεσης: «έκανα κόζι πως ήταν επικίνδυνη η δουλειά, γι’ αυτό δεν πήρα μέρος». β. κοιτάζω, παρατηρώ προσεκτικά για να πράξω ανάλογα: «έκανα κόζι από μακριά να δω πού θα καταλήξει ο καβγάς τους κι όταν ηρέμησαν, τους πλησίασα || έκανα κόζι τη γκόμενα για να δω αν τα θέλει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τον Κεμάλ, που έκανε μεγάλη την Τουρκία, και κάνουν κόζι οι Έλληνες κι έχουνε απορία
- κρατώ τα κόζια, ελέγχω τα πάντα σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «θα πρέπει να πλησιάσουμε τον τάδε, γιατί αυτός κρατάει τα κόζια σ’ αυτή τη δουλειά»·
- παίρνω κόζι, παρακολουθώ κάποιον χωρίς να γίνομαι αντιληπτός, ιδίως παρακολουθώ ζευγάρι στις ιδιαίτερες στιγμές του: «έχω απέναντί μου έναν φοιτητή κι όταν έχει το καλοκαίρι τα παράθυρα ανοιχτά, παίρνω κόζι κάθε φορά που έρχεται η γκόμενά του».