κλήδονας, ο, ουσ. [<αρχ. κληδών (= προγνωστικός ήχος)], λαϊκό έθιμο·
- αυτά τα λεν στον κλήδονα ή αυτά είναι λόγια του κλήδονα ή λόγια του κλήδονα, δεν είναι σοβαρά λόγια, είναι ψέματα ή υπερβολές: «αυτά που μας λες, τα λεν στον κλήδονα και μην περιμένεις να σε πιστέψουμε || μην πιστεύετε αυτά που σας λέει, γιατί αυτά είναι λόγια του κλήδονα || άντε, βρε κουτέ, που κάθεσαι και δίνεις πίστη σε λόγια του κλήδονα». Από το ότι, κατά το έθιμο του κλήδονα, που τελείται στις 24 Ιουνίου, παραμονή της γιορτής της Γέννησης του Ιωάννου του Προδρόμου, προλέγονται πάντοτε ευχάριστα πράγματα, ιδίως για τις ανύπαντρες γυναίκες, όπου μαντεύεται το όνομα του μελλοντικού τους συζύγου.