αλλά, σύνδ. με επιρρηματ. σημασία [<αρχ. ἀλλά], αλλά· σε ερωτηματικό τύπο αλλά; βέβαια, φυσικά, εννοείται: «θα ’ρθεις μαζί μας στην εκδρομή; -Αλλά;», δηλ. και βέβαια θα ’ρθω, πώς σας πέρασε η ιδέα ότι δε θα ’ρθω. Πολλές φορές, μετά το αλλά ακολουθεί το ερωτηματικό τι, ή η ερωτηματική φρ. τι νόμιζες; ή τι νομίζεις; ή τι νόμισες(;). (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια... ή αλλά βλέπεις ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη…, βλ. λ. διάβολος·
- αλλά μην το δέσεις! βλ. λ. δένω·
- αλλά πού! βλ. λ. πού·
- γιατρό μη διαλέγεις φίλο σου, αλλά τον καλύτερο, βλ. λ. γιατρός·
- γλώσσα παπούτσι, αλλά μυαλό κουκούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- δε μ’ ενδιαφέρει το πότε, αλλά το πώς, βλ. λ. πώς·
- δεν έχει αλλά ή δεν υπάρχει αλλά, κατηγορηματική έκφραση, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ή διαφωνία σε αυτά που λέμε και που δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που εκφράζει την απορία του με το αλλά·
- είδα κι είδα, αλλά γύφτο παπά δεν είδα, βλ. λ. γύφτος·
- είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού, βλ. λ. αλλού·
- ένα αλλά τι ένα, βλ. λ. ένας·
- ένας αλλά λέων, βλ. λ. λέων·
- ένας αλλά τι ένας, βλ. λ. ένας·
- η αγκίδα είναι μικρή, αλλά πονεί, βλ. λ. αγκίδα·
- η αλεπού είναι πονηρή, αλλά πιο πονηρός είναι αυτός που την πιάνει, βλ. λ. αλεπού·
- η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής απέθανε, βλ. λ. εγχείρηση·
- η στεναχώρια περνάει. -Περνάει αλλά τρυπάει, βλ. λ. στεναχώρια·
- έχω δίκιο, αλλά πού θα το βρω, βλ. λ. δίκιο·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- καταριέμαι το παιδί μου, αλλά, αν πεις αμήν, σε σφάζω, βλ. λ. παιδί·
- ναι μεν… αλλά…, αποδοχή ή συγκατάθεση, αλλά με προϋποθέσεις, με όρους: «ναι μεν θα πάμε με τ’ αυτοκίνητό σου, αλλά θα οδηγώ εγώ, γιατί φοβάμαι όταν οδηγάς εσύ». (Λαϊκό τραγούδι: δεν αλλάζω εγώ μυαλά, σ’ αγαπάω μεν, αλλά, έτσι ήμουν, έτσι είμαι κι έτσι θα ’μαι
- ο Θεός αργεί, αλλά δε λησμονεί, βλ. λ. Θεός·
- σ’ αγαπώ, σ’ εκτιμώ, αλλά…, βλ. λ. αγαπώ·
- σ’ είπαμε, γριά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, κλάνω·
- σ’ είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- τα χείλη δείχνουν, αλλά η καρδιά δε δείχνει, βλ. λ. καρδιά·
- υπάρχει και αλλά, έκφραση διαφωνίας στα λεγόμενα κάποιου με επιθυμία αντίλογου: «άκουσα με προσοχή αυτά που είπες, όμως υπάρχει και αλλά»·
- υπάρχει και αλλά; απειλητική έκφραση σε κάποιον που αμφισβητεί ή διαφωνεί με το αλλά με αυτά που λέμε: «για έλα εδώ εσύ ψηλέ και πες μου, γιατί υπάρχει και αλλά σ’ αυτά που λέω;»·
- φίλοι φίλοι, αλλά δεν τρώμε απ’ το ίδιο το σταφύλι, φίλος.