κήπος, ο, ουσ. [<αρχ. κήπος], ο κήπος. Υποκορ. κηπάκος, ο κ. κηπάκι, το·
- άφραγος κήπος, έρημα τα λάχανα, βλ. φρ. άφραγο αμπέλι, ο καθένας το τρυγά, λ. αμπέλι·
- στο βάθος κήπος, α. στερεότυπη φρ. που αναγράφεται, ιδίως σε ταβέρνα, που διαθέτει στο πίσω μέρος κήπο. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που έχει γίνει ενοχλητικό, με την έννοια να απομακρυνθεί και να μας αφήσει ήσυχους. Συνήθως, στη δεύτερη περίπτωση, της φρ. προτάσσεται το έλα ή το έλα, μπρος: «ρε φιλαράκι, ως πότε θα σε παρακαλάω, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται. -Έλα, μπρος, στο βάθος κήπος».