κεχαγιάς, ο, ουσ. [<τουρκ. kahya (= διαχειριστής, οικονόμος)], ο κεχαγιάς· αυτός που χωρίς κάποιο λόγο ή δικαίωμα επιμένει να ελέγχει τη δουλειά ή τη συμπεριφορά μας: «εμένα μη μου κάνεις τον κεχαγιά, γιατί δεν ανέχομαι τέτοια πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ δεν κάνω για ζευγάς για σέμπρος για τσιράκι να με προστάζει ο κεχαγιάς απ’ τ’ αψηλό κονάκι)·    
- δε θέλω κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε θέλουμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας, βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε(;)·  
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας σε βάλαμε(;)·
- δε θέλω κεχαγιά στον πούτσο μου ή δε θέλουμε κεχαγιά στον πούτσο μας, βλ. φρ. κεχαγιά στον πούτσο μας (μου σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε(;)
- δε σε βάλαμε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου), βλ. φρ. κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε(;)·
- κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε; λέγεται επιθετικά σε άτομο που σε μια διαμάχη ή σε έναν διαπληκτισμό μας με κάποιον παίρνει απρόσκλητος το μέρος του ενός ή του άλλου ή εκφέρει τη γνώμη του για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο. Πολλές φορές, η επιθετική αυτή έκφραση εκφέρεται και από τους δυο διαπληκτιζομένους. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εσύ γιατί χώνεσαι ή το εσύ τι χώνεσαι. Συνών. δικηγόρο σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; / καϊμακάμη σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; / κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; / ντερβέναγα σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; / χωροφύλακα σε βάλαμε ή χωροφύλακα σε βάλανε(;)·
- κεχαγιά στο κεφάλι μας μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλανε(;)·
- κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε βάλανε; βλ. φρ. κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε;