κεφαλιά, η, ουσ. [<κεφάλι + κατάλ. -ιά], επίθεση και χτύπημα με το κεφάλι: «του ’δωσε μια κεφαλιά και τον ξάπλωσε κάτω»· (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χτύπημα της μπάλας με το κεφάλι: «το δεύτερο γκολ το ’βαλε ο τάδε με κεφαλιά»·
- ανάποδη κεφαλιά, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) κεφαλιά που δίνεται με τέτοιο τρόπο από τον παίχτη, ώστε η μπάλα να φύγει πίσω του: «ο παίχτης τροφοδότησε με ανάποδη κεφαλιά τον συμπαίχτη του, που ερχόταν με ταχύτητα από πίσω του»·
- κεφαλιά ψαράκι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση που ο παίχτης εκτινάσσεται και οριζοντιώνεται για να  χτυπήσει την μπάλα με το κεφάλι του: «μετά τη σέντρα μέσα στη μικρή περιοχή, ο τάδε με κεφαλιά ψαράκι σημείωσε το δεύτερο τέρμα της ομάδας μας».