αλισβερίσι κ. αλισιβερίσι, το, ουσ. [<τουρκ. alis veris (= πάρε δώσε)]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) η συναλλαγή, η δοσοληψία, το εμπόριο, το πάρε δώσε της αγοράς, νόμιμο ή παράνομο: «κάτι κερδίσαμε απ’ τ’ αλισβερίσι αυτό το μήνα || έχει μεγάλη περιουσία, αλλά κανείς δεν ξέρει με τι αλισβερίσι την απόκτησε». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι πριν καταλήξουν όπως πάντα στο κρεβάτι). 2. οι κοινωνικές, φιλικές, ερωτικές ή εχθρικές σχέσεις: «δε θέλω αλισβερίσι μ’ αυτόν τον άνθρωπο || δε θέλω αλισβερίσι μ’ αυτή τη γυναίκα»·
- ανοίγω αλισβερίσι (με κάποιον ή με κάτι), βλ. φρ. έχω αλισβερίσι. (Λαϊκό τραγούδι: έφυγες κι έγινε η ζωή καταστροφή κι έχω ανοίξει με το Χάρο αλισβερίσι, μ’ ένα καρφί μέσα μου έχεις σταυρωθεί και το αντίο σου στον τοίχο μ’ έχει στήσει 
- γίνεται αλισβερίσι, α. παρατηρείται εμπορική συναλλαγή, εμπορική κίνηση, γίνονται εμπορικές δοσοληψίες, εμπορικές συναλλαγές: «τον τελευταίο καιρό γίνεται ικανοποιητικό αλισβερίσι στην αγορά». Συνών. γίνεται νταραβέρι (α). β. γίνονται διαβουλεύσεις, ιδίως όχι παραδεκτές, θεμιτές: «κάθε φορά πριν απ’ τις εκλογές, γίνεται μεγάλο αλισβερίσι μεταξύ των κομμάτων»·
- έχω αλισβερίσι (με κάποιον ή με κάτι), α. έχω εμπορικές συναλλαγές με κάποιον: «μ’ αυτόν τον εμπορικό συνεταιρισμό έχω αλισβερίσι πάνω από δέκα χρόνια». β. έχω κοινωνικές, φιλικές, ερωτικές ή εχθρικές σχέσεις με κάποιον ή με κάτι: «έχω αλισβερίσι με αυτή την οικογένεια || έχω αλισβερίσι μ’ αυτή τη γυναίκα || απ’ ό,τι μάθαμε, έχει αλισβερίσι με τα ναρκωτικά». Συνών. έχω νταραβέρι·
- κάνω αλισβερίσι, έχω εμπορικές συναλλαγές με κάποιον: «τον τελευταίο χρόνο κάνω αλισβερίσι με το μεγαλύτερο χονδρέμπορο της αγοράς». Συνών. κάνω νταραβέρι (α)·
- κόβω αλισβερίσι (με κάποιον ή με άτι), παύω να έχω αλισβερίσι με κάποιον ή με κάτι: «απ’ τη μέρα που μαλώσαμε, έκοψα αλισβερίσι μαζί του || έκοψα αλισβερίσι με το τσιγάρο, γιατί πειράχτηκαν τα πνευμόνια μου». (Λαϊκό τραγούδι: στην πλάκα στους Αέρηδες δυο ψευτοντερμπεντέρηδες καρτέρι μου ’χουν στήσει, με πρόγραμμα και με σκοπό απ’ τα σένα π’ αγαπώ να κόψω αλισβερίσι
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να διασκεδάζει με τα συγγενικά του άτομα αλλά να μην κάνει δουλειές, επιχειρήσεις, γιατί συνήθως καταλήγουν σε διαφωνίες, σε μαλώματα.