κερκίδα, η, ουσ. [<αρχ. κερκίς], η κερκίδα· βαθμιδωτή σειρά καθισμάτων στα γήπεδα, όπου κάθονται οι θεατές και παρακολουθούν κάποιον ποδοσφαιρικό ή άλλον αγώνα, καθώς και αυτοί οι ίδιοι οι φίλαθλοι: «οι κερκίδες ήταν γεμάτες από κόσμο || μόλις ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι, πετάχτηκε όρθια όλη η κερκίδα». (Τραγούδι: χαβαλές χωρίς ελπίδα, γέλιο κι υστερία, αλαλάζει η κερκίδα και κερδίζει η βία
- κάνω κερκίδα, δημιουργώ μαζί με άλλους ενθουσιώδη ατμόσφαιρα, ιδίως για πολιτικό: «μάζεψαν ένα σωρό δικούς τους για να κάνουν κερκίδα». Από την εικόνα των φιλάθλων σε ένα στάδιο που προκαλούν ενθουσιώδη ατμόσφαιρα·
- παίζει για την κερκίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ο ποδοσφαιριστής για τον οποίο γίνεται λόγος έχει ως κύριο μέλημά του να εντυπωσιάζει τους φιλάθλους με τις περίτεχνες ενέργειές του στο παιχνίδι: «είναι ο αγαπημένος παίχτης της ομάδας μας, γιατί παίζει για την κερκίδα». Συνών. παίζει για την εξέδρα·
- πήραν την κερκίδα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι φίλαθλοι της μιας ομάδας κυριάρχησαν στα συνθήματα, πριν και κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, έναντι των συνθημάτων των φιλάθλων της αντίπαλης ομάδας: «ήταν τόσο ένθερμοι οι φίλαθλοί μας, που κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού πήραν την κερκίδα, εμψυχώνοντας με τον τρόπο τους τους παίχτες της ομάδας μας»·
- το κάνει για την κερκίδα, α. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι περίτεχνες ενέργειες του ποδοσφαιριστή για τον οποίο γίνεται λόγος γίνονται μόνο και μόνο για να ενθουσιάσει τους φιλάθλους που παρακολουθούν το παιχνίδι από τις κερκίδες του σταδίου: «ό,τι και να κάνει αυτός ο παίχτης το κάνει για την κερκίδα». β. ενεργεί με το συγκεκριμένο τρόπο μόνο και μόνο για να εντυπωσιάσει την ομήγυρη: «ακόμα δεν κατάλαβες πως απ’ τη στιγμή που ήρθε η τάδε στην παρέα μας ό,τι και να κάνει ο δικός σου το κάνει για την κερκίδα;». Αναφορά στο περίτεχνο παιχνίδι του ποδοσφαιριστή. Συνών. το κάνει για την εξέδρα·
- τον πετώ στην κερκίδα, α. (για ποδοσφαιριστές) ως προπονητής, τον αφήνω έξω από την ομάδα για λόγους πειθαρχίας ή επειδή βρίσκεται σε κακή αγωνιστική κατάσταση: «επειδή του αντιμίλησε, ο προπονητής τον πέταξε στην κερκίδα || επειδή δεν παρακολουθούσε τις προπονήσεις, ο προπονητής τον πέταξε στην κερκίδα». Συνών. τον αφήνω στον πάγκο. β. (γενικά) αποβάλλω κάποιον από ένα σύνολο: «οι φίλοι του τον πέταξαν στην κερκίδα, γιατί, όπου κι αν πήγαιναν, δημιουργούσε προβλήματα».