καφενείο, το, ουσ. [<καφενές + κατάλ. -είον], 1. παραδοσιακό λαϊκό κατάστημα, όπου σερβίρονται κυρίως καφέδες, τσίπουρο ή ούζο με ελάχιστο μεζέ, γλυκά του κουταλιού και αναψυκτικά. Επίσης αποτελεί το μόνιμο καταφύγιο λαϊκών ανθρώπων και συνταξιούχων, όπου συχνάζουν για να παίξουν συν τοις άλλοις χαρτιά ή τάβλι. (Λαϊκό τραγούδι: ένα κι ένα κάνουν δύο, λένε μες το καφενείο). 2. δουλειά ή επιχείρηση, όπου, ο καθένας από αυτούς που απασχολούνται, πηγαίνει ή φεύγει ανεξέλεγκτα (όπως γίνεται και στο καφενείο): «ο καθένας θα ’ρχεται και θα φεύγει στην ώρα του, γιατί εδώ δεν είναι καφενείο». Πρβλ.: όταν μπαίνουν στην καρδιά σου περισσότεροι από δύο, δεν είναι καρδιά, είναι καφενείο (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. μαγαζί (3). 3. ως επιφών. καφενείο! λέγεται αντί του ονόματος του ιδιοκτήτη ή του σερβιτόρου καφενείου, είτε επειδή δε γνωρίζουμε το όνομα είτε λόγω οικειότητας ή για να δώσουμε αξία στην εν λόγω επιχείρηση: «καφενείο, πιάσε το τάβλι και δυο καφέδες». Συνών. κατάστημα! (2) / μαγαζί! (4). 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ομάδα χωρίς πειθαρχία και χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες: «φέτος η ομάδα μας παραλίγο να υποβιβαζόταν στη βήτα κατηγορία, γιατί ήταν σκέτο καφενείο». Υποκορ. καφενεδάκι, το. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- άνθρωπος του καφενείου, βλ. λ. άνθρωπος·
- δουλειά του καφενείου ή δουλειές του καφενείου, βλ. λ. δουλειά·
- κουβέντες του καφενείου, βλ. φρ. συζητήσεις του καφενείου·
- μικροί μεγάλοι στο καφενείο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον ή σε κάποιους που, ενώ δεν έχουν τις απαραίτητες γνώσεις ή προϋποθέσεις, καταπιάνονται με δύσκολες ή μεγάλες δουλειές ή υποθέσεις, και βέβαια αποτυχαίνουν. Λέγεται σε αντιδιαστολή με αυτούς που έχουν και τις γνώσεις και τις προϋποθέσεις·
- ο μικρός του καφενείου, άτομο της παρέας, συνήθως μειωμένης διανοητικής αντίληψης, που κάνει στους άλλους διάφορες μικροεξυπηρετήσεις: «συνήθως η κάθε παρέα έχει για τις μικροανάγκες της τον μικρό του καφενείου || εγώ δεν είμαι ο μικρός του καφενείου να πηγαίνω κάθε τόσο να σ’ αγοράζω τσιγάρα». Από το ότι, τουλάχιστο παλιότερα, στα διάφορα καταστήματα, ιδίως στα καφενεία, εκτός από το γκαρσόνι διέθεταν και ένα παιδί που εκτός από τη βοήθεια που προσέφερε στο γκαρσόνι, εξυπηρετούσε τους πελάτες αγοράζοντάς τους τσιγάρα από το περίπτερο ή μεταφέροντας μηνύματα ή διάφορα ψώνια στο σπίτι τους. Συνών. ο μικρός του καταστήματος / ο μικρός του μαγαζιού· βλ. και λ. μικρός (4)·
- συζητήσεις του καφενείου, σοβαροφανείς συζητήσεις επί παντός επιστητού που γίνονται από τους ανθρώπους που συχνάζουν στο καφενείο και, κατ’ επέκταση, συζητήσεις χωρίς περιεχόμενο, χωρίς ουσία: «αν είναι δυνατόν να δίνεις βάση σε συζητήσεις του καφενείου!»·
- τα γαλάζια καφενεία, (ιδίως στην επαρχία) τα καφενεία εκείνα στα οποία συχνάζουν οι νεοδημοκράτες: «τα γαλάζια καφενεία, δεν είχαν συνήθως το φόβο παρακολούθησης». Από το ότι το χρώμα που κυριαρχεί στη σημαία του κόμματος της Ν. Δημοκρατίας, είναι το γαλάζιο·  
- τα κόκκινα καφενεία, (ιδίως στην επαρχία) τα καφενεία εκείνα στα οποία συχνάζουν οι κομμουνιστές: «η Ασφάλεια παλιότερα παρακολουθούσε άγρυπνα τα κόκκινα καφενεία». Από το ότι το χρώμα που κυριαρχεί στη σημαία του κόμματος του Κ.Κ.Ε. είναι το κόκκινο·
- τα μπλε καφενεία, βλ. φρ. τα γαλάζια καφενεία·
- τα πράσινα καφενεία, (ιδίως στην επαρχία) τα καφενεία εκείνα στα οποία συχνάζουν οι πασοκτσήδες: «πολλές φορές, τα πράσινα καφενεία βρίσκονταν σε έντονη διαμάχη με τα μπλε καφενεία». Από το ότι το χρώμα που κυριαρχεί στη σημαία του κόμματος του ΠΑ.ΣΟ.Κ., είναι το πράσινο·
- το κάναμε καφενείο, με τις ασύδοτες ενέργειές μας η δουλειά ή η επιχείρηση έχασε κάθε σοβαρότητα και δεν εξελίσσεται ομαλά: «πώς να πάει μπροστά η δουλειά, αφού το κάναμε καφενείο»·
- το παιδί του καφενείου, άτομο, βλ. φρ. ο μικρός του καφενείου·
- φίλοι του καφενείου, λέγεται ειρωνικά για τις πρόσκαιρες και επιπόλαιες φιλίες που δημιουργούνται μέσα στο καφενείο: «είναι ευχάριστοι άνθρωποι, αλλά τι εμπιστοσύνη μπορείς να έχεις σε φίλους του καφενείου;». Συνών. φίλοι της κούπας / φίλοι της ταβέρνας / φίλοι του μπαρ / φίλοι του ποτηριού.