καφεκούτι, το, ουσ. [<καφές + κουτί], το καφεκούτι. 1. το αιδοίο πολύ ηλικιωμένης γυναίκας, από όπου και η βρισιά της γιαγιάς σου το καφεκούτι (ενν. γαμώ), την ερμηνεία της οποίας μπορούμε να δικαιολογήσουμε από το ότι το καφεκούτι, ως ένα απλό ειδικό κουτί, ήταν σε ευρεία χρήση σε παλιότερες εποχές, πράγμα που ταιριάζει με την ηλικία της γιαγιάς, και από το ότι επίσης το καφεκούτι είχε φαρδύ στόμιο, χαρακτηρίζοντας έτσι το αιδοίο της γιαγιάς, που είναι πολύ ανοιγμένο από τη χρήση που έκανε στη διάρκεια της ζωής της. 2. (υποτιμητικά) μηχάνημα, ιδίως αυτοκίνητο παλιάς τεχνολογίας και ως εκ τούτου προβληματικό στη λειτουργία του: «δεν τ’ αποφασίζω να πάω μ’ αυτό το καφεκούτι στην Αθήνα, γιατί φοβάμαι πως θα μ’ αφήσει στο δρόμο»·
- βλέπω της γιαγιάς μου το καφεκούτι, βασανίζομαι, τυραννιέμαι, υποφέρω πάρα πολύ: «είναι τόσο φτωχός, που, για να τα φέρει βόλτα, βλέπει κάθε μέρα της γιαγιάς του το καφεκούτι». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό σε κάποιον να βλέπει της γιαγιάς του το αιδοίο, και από αισθητική άποψη αλλά και από ηθική·
- είδα της γιαγιάς μου το καφεκούτι, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη: «μόλις αντιλήφθηκα τον τάδε αγκαλιά με την γυναίκα του καλύτερου φίλου του, είδα της γιαγιάς μου το καφεκούτι»·
- της γιαγιάς σου το καφεκούτι (ενν. γαμώ), εκστομίζεται ως βρισιά.